- αμνήμων
- ἀμνήμων (-ονος), -ον (ΑΝ)1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστοςαρχ.1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἀμνήμονεςτο συμβούλιο τών εξήντα (60) στην Κνίδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνήμων.ΠΑΡ. ἀμνημόνως, ἀμνημοσύνηαρχ.ἀμνημονῶ].
Dictionary of Greek. 2013.